φοινικολάχανο

From LSJ

τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχή → the soul pays rent to the body

Source

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος δένδρου» + λάχανο].