φροκαλώ

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

-άω, Ν
καθαρίζω με την φροκαλιά, σκουπίζω, σαρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φιλοκαλῶ «αγαπώ το ωραίο, διακοσμώ», μέσω ενός τ. φλοκαλῶ (με συγκοπή του -ι-), από όπου φροκαλώ με ανομοίωση του -λ- σε -ρ-].