φυλακάτορας

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

Greek Monolingual

και φλακάτορας, ο, Ν
ο κατ' επάγγελμα φύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλακας + κατάλ. -άτορας (πρβλ. συμβουλάτορας)].