φυματίωση
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα του ανθρώπου και τών ζώων, που οφείλεται σε διάφορα είδη μυκοβακτηρίων τα οποία είναι γνωστά με την περιληπτική ονομασία βάκιλος του Κοχ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυματιώ. Ο τ. έχει επικρατήσει αντί του αναμενόμενου φυματίαση. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. tuberculose].