φυραίνω
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
Ν
1. ελαττώνομαι σε βάρος ή σε όγκο
2. μαζεύω, ζαρώνω
3. φρ. «φύρανε το μυαλό του»
μτφ. έχει χάσει τις πνευματικές του ικανότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω / φυρῶ, κατά τα ρ. σε -αίνω. Η σημ. «αναμιγνύω, ζυμώνω» του αρχ. ρ. εξελίχθηκε στη νεοελλ. σημ. «μαζεύω, ελαττώνομαι, συρρικνώνομαι», λόγω του ότι το αλεύρι, όταν ζυμώνεται, ελαττώνεται σε όγκο, και μτφ. «χάνω τις πνευματικές ικανότητές μου»].