φυσιοδίφης

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ερευνητής που ασχολείται με τη σπουδή της φύσης, με τη μελέτη τών φυτών, τών ζώων και τών ορυκτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. ιστοριο-δίφης. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Πετρούλια].