φυσιοδίφης
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
ο, Ν
ερευνητής που ασχολείται με τη σπουδή της φύσης, με τη μελέτη τών φυτών, τών ζώων και τών ορυκτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. ιστοριο-δίφης. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Πετρούλια].