φυτοφύλαξ
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, keeper of plants, PRein.54.5 (iii/iv A. D.).
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
φύλακας φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + φύλαξ (πρβλ. θεσμοφύλαξ)].