φωνάκλα

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

η, Ν
δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + μεγεθ. κατάλ. -άκλα (πρβλ. χεράκλα)].