χεράκλα

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

η, Ν
μεγάλο χέρι, χερούκλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + μεγεθ. κατάλ. -άκλα (πρβλ. φωνάκλα)].