φωνενδοσκόπηση
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
ή φωνενδοσκοπία, η, Ν
ιατρ. ακρόαση με επίκρουση, που γίνεται με τη βοήθεια φωνενδοσκοπίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνενδοσκόπιο, μέσω ενός ρ. φωνενδοσκοπώ. Η λ., στον λόγιο τ. φωνενδοσκόπησις, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].