φωνενδοσκοπώ

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

-έω, Ν
ιατρ. διενεργώ εξέταση με τη χρήση φωνενδοσκοπίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ενδοσκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].