φωτοσύνθεση

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. βιολ. διεργασία με την οποία τα πράσινα φυτά και ορισμένοι μικροοργανισμοί μετατρέπουν τη φωτεινή ενέργεια σε χημική ενέργεια, διεργασία κατά την οποία η φωτεινή ενέργεια δεσμεύεται και χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του νερού, του διοξειδίου του άνθρακα και τών ανόργανων στοιχείων σε οξυγόνο και σε πλούσιες σε ενέργεια οργανικές ενώσεις
2. (τυπογρ.) (καταχρ.) φωτοστοιχειοθεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photosynthesis < φωτ(ο)- + σύνθεση].