φώρτατος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φώρτατος Medium diacritics: φώρτατος Low diacritics: φώρτατος Capitals: ΦΩΡΤΑΤΟΣ
Transliteration A: phṓrtatos Transliteration B: phōrtatos Transliteration C: fortatos Beta Code: fw/rtatos

English (LSJ)

Sup. of φώρ (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

φώρτατος: ὑπερθ. τοῦ φώρ, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, Α
αυτός που κλέβει συχνά, κλέφταρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ, φωρός «κλέφτης» + κατάλ. -τατος του υπερθετικού βαθμού].