χάρτη

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

German (Pape)

[Seite 1340] ἡ, = Figdm, Plut. plac. phil. 4, 11, l. d.

Russian (Dvoretsky)

χάρτη: ἡ Plut. = χάρτης.

Greek (Liddell-Scott)

χάρτη: ἡ, = τῷ ἑπομ., φύλλον χάρτου, πρὸς ὃ οἱ Στωϊκοὶ παρέβαλλον τὴν ψυχὴν κατὰ τὴν γέννησιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀμφίβ. παρὰ Πλούτ. 2. 900Α.

Greek Monolingual

ἡ, Α
χάρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. της λ. χάρτης, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.].

Middle Liddell

χάρτη, ἡ, = χάρτης
a sheet of paper, to which the Stoics compared the soul at birth, dub. in Plut.