χέδροψ
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
[Seite 1341] οπος, ὁ, = Folgdm; poet. bei Ath. XIII, 596 a; χέδροψι Plut. Symp. 7, 2,3.
χέδροψ: οπος adj. стручковый, бобовый (καρποί Arst.).