χαλκεόπους

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεόπους: χαλκόπους, Εὐστ. Πονημάτ. σ. 56, 75, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 866.

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, ἡ, Μ
χαλκόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκόπους].