χαλκωρύχιον
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
German (Pape)
[Seite 1332] τό, = χαλκωρυχεῖον, Plut. Symp. 3 g. E.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mine de cuivre.
Étymologie: χαλκός, ὀρύσσω.
Russian (Dvoretsky)
χαλκωρύχιον: или χαλκωρυχεῖον (ῠ) τό медный рудник Plut.