χαντζάρα

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

και χατζάρα, η, Ν
μεγάλο χαντζάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαντζάρι / χατζάρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κουτάλα)].