μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
-ές, Ααυτός που τέρπεται με τη χάρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -τερπής (< τέρπω, -ομαι), πρβλ. θυμοτερπής].