χαριτολογία
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια του χαριτολογώ
2. χαρίτολόγημα, ευφυολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αρ. Βαλαωρίτη].