Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
χᾰριτοφύτευτος: -ον, ὁ πεφυτευμένος ὑπὸ τῶν Χαρίτων, δένδρον χαριτοφύτευτον Κ. Μανασσ. Χρον. 2850.
-ον, Μ
φυτευμένος από τις Χάριτες («δένδρον χαριτοφύτευτον», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + φυτευτός (< φυτεύω), πρβλ. ἀφύτευτος].