χαριτόπωλις

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρῐτόπωλις Medium diacritics: χαριτόπωλις Low diacritics: χαριτόπωλις Capitals: ΧΑΡΙΤΟΠΩΛΙΣ
Transliteration A: charitópōlis Transliteration B: charitopōlis Transliteration C: charitopolis Beta Code: xarito/pwlis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, she who sells her favours, Tab.Defix.68a.6.

Greek Monolingual

-ώλιδος, ἡ, Α
αυτή που πουλά τις χάρες της, τα κάλλη της, η πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -πωλις, θηλ. του -πώλης].