χαρταποθήκη

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source

Greek Monolingual

η, Ν
αποθήκη χαρτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + αποθήκη. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. χαρταποθῆκαι, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].