χαψιά
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χάφτω
2. μπουκιά
3. συνεκδ. μικρή ποσότητα («μια χαψιά άνθρωπος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαψ- του αορ. έ-χαψ-α του χάφτω + κατάλ. -ιά (πρβλ. σπρωξιά)].