χειροέρκτης

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροέρκτης Medium diacritics: χειροέρκτης Low diacritics: χειροέρκτης Capitals: ΧΕΙΡΟΕΡΚΤΗΣ
Transliteration A: cheiroérktēs Transliteration B: cheiroerktēs Transliteration C: cheiroerktis Beta Code: xeiroe/rkths

English (LSJ)

χειρουργός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

χειροέρκτης: «χειρουργὸς» Ἡσύχ., ἴδε χειρορρέκτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. χειρορρέκτης.