χειρόμυλος
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
German (Pape)
[Seite 1346] ὁ, Handmühle, Sp.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και χερόμυλος Ν
χειροκίνητος μύλος για την άλεση σιτηρών και οσπρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του χειρομύλη κατά τα αρσ.].