χερσάνιππος

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσάνιππος Medium diacritics: χερσάνιππος Low diacritics: χερσάνιππος Capitals: ΧΕΡΣΑΝΙΠΠΟΣ
Transliteration A: chersánippos Transliteration B: chersanippos Transliteration C: chersanippos Beta Code: xersa/nippos

English (LSJ)

ὁ, unmounted desert-guard, PSI4.399 (iii B. C.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
πεζός φρουρός περιοχής της ερήμου, σε αντιδιαστολή προς τον έφιππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἄνιππος «αυτός που δεν έχει άλογο»].