Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιονοειδής

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

German (Pape)

[Seite 1356] ές, schneeartig, schneeähnlich, – voll Schnee, Sp., wie Nic. Al. 150.

Greek (Liddell-Scott)

χιονοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς χιόνα, χιονώδης, Νικ. Ἀλεξ. 150.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
όμοιος με χιόνι, χιονώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -ειδής].