χλίδος
From LSJ
ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff
English (LSJ)
εος, τό,
A = luxury, χλίδημα, Ion Trag.3.
2 v. χλῆδος, refuse.
II χλιδός· σακκοπάθνιον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1359] od. χλῖδος, εος, τό, = χλιδή. od. χλιδός, ὁ, = χληδός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
χλίδος: -εος, τό, = χλιδή, Ἴων. παρ’ Ἡσύχ.· - πρβλ. χλῆδος.
Greek Monolingual
-εος και -ους, τὸ, Α
χλιδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χλι- του ρ. χλιαίνω, με οδοντική παρέκταση -δ- + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ.].