χοιρόφρων

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει συμπεριφορά χοίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -φρων (< φρήν, φρενόξ), πρβλ. κυνόφρων].