χοιρόφρων

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει συμπεριφορά χοίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -φρων (< φρήν, φρενόξ), πρβλ. κυνόφρων].