χοιρόφρων

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει συμπεριφορά χοίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -φρων (< φρήν, φρενόξ), πρβλ. κυνόφρων].