χοληστερίνη

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

η, Ν
(βιοχ.) η χοληστερόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholesterine < chole- (< χολή) + sterine (< στέρεος)].