χολώσεαι

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. sbj. ao. Moy. épq. de χολόω.

Greek Monotonic

χολώσεαι: βʹ ενικ. Επικ. Μέσ. αορ. του χολόω.