χονδρέμπορος

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source

Greek Monolingual

και χοντρέμπορος, ο, Ν
έμπορος χονδρικής πώλησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο)- / χοντρ(ο)- + έμπορος].