χορδοστρόφος
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ὁ, twister of strings, D.Chr.8.4, Ptol.Tetr.180 (misprinted χονδρο-, cf. Procl.Par.Ptol.250).
German (Pape)
[Seite 1365] Darmsaiten drehend, der Darmsaitendreher, Procl. paraphr. Ptolem.
Greek (Liddell-Scott)
χορδοστρόφος: ὁ, ὁ στρέφων, κλώθων χορδὰς, ὀργανοποιούς, χορευτάς, χορδοστρόφους Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 4, 4, σ. 250, Δίων Χρυσ. τ. 1, σ. 276.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. χορδοποιός
2. χορδιστής που ρυθμίζει τους βασικούς τόνους τών χορδών τών μουσικών οργάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -στρόφος (< στρέφω), πρβλ. νευροστρόφος.