χρυσομαλλού
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
χρυσομάλλης, χρυσομάλλα, χρυσομάλλικο, θηλ. και χρυσομαλλού και χρυσομαλλούσα, Ν
αυτός που έχει ξανθά και λαμπερά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -μάλλης (< μαλλί), πρβλ. σγουρομάλλης].