χωροστάθμη
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
Greek Monolingual
η, Ν
είδος στάθμης που χρησιμοποιείται από τους τοπογράφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρος + στάθμη (πρβλ. υδροστάθμη)].