χωροστάθμη

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

η, Ν
είδος στάθμης που χρησιμοποιείται από τους τοπογράφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρος + στάθμη (πρβλ. υδροστάθμη)].