ψαρίλα

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

η, Ν
οσμή ψαριού, ιδίως ωμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κατάλ. -ίλα (πρβλ. τυρίλα)].