ψειρής
From LSJ
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
Greek Monolingual
ο, θηλ. ψειρού, Ν ψείρα
1. ψειριάρης
2. το θηλ. η ψειρού
μτφ. η φυλακή
3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ ατημέλητος και βρόμικος άνθρωπος
β) φιλάργυρος, τσιγκούνης
γ) φτωχός που προσπαθεί να φαίνεται πλούσιος.