ψειρής
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
ο, θηλ. ψειρού, Ν ψείρα
1. ψειριάρης
2. το θηλ. η ψειρού
μτφ. η φυλακή
3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ ατημέλητος και βρόμικος άνθρωπος
β) φιλάργυρος, τσιγκούνης
γ) φτωχός που προσπαθεί να φαίνεται πλούσιος.