ψυχοτόκος

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοτόκος: -ον, = ψυχογόνος, Ἰω. Γεωμέτρ. Ὕμν. 2. 48.

Greek Monolingual

-ον, Μ
ψυχογόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. τερατοτόκος.