ψωμάκι
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
Greek Monolingual
το, Ν ψωμί
υποκορ.
1. μικρό ψωμί
2. (χωρίς υποκορ. σημ.) άρτος, ψωμί
3. ο καρπός της μολόχας
4. στον πληθ. τα ψωμάκια
α) (συν. σχετικά με γυναίκα) υπερτροφικοί γοφοί
β) είδος παιχνιδιού κατά το οποίο πλατιές πέτρες ρίχνονται οριζόντια στην επιφάνεια της θάλασσας
5. φρ. «είπε [ή θα πει] το ψωμί ψωμάκι» — πέρασε [ή θα περάσει] μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες, μεγάλη φτώχεια.