ψόθοιος

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1401] ὁ, Schmutz, Aesch. frg. in Phot. lex.

Greek (Liddell-Scott)

ψόθοιος: -ον, ἀκάθαρτος, ῥυπαρός, Θεόγνωστ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. τ. 2, 53. 28· ― παρ’ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 76, πιθανῶς ἀναγνωστέον, πλέω γράσου τε καὶ ψόθου, ἴδε Dobr. ἐν τῷ Πίνακι εἰς Φώτ., Bgk. παρὰ τῷ Meineke Com. Gr. τ. 2, σ. 1224.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και τ. αρσ. ψοθοιός, ὁ, Α
(κυρίως κατά τον Θεόγνωστ.) ακάθαρτος, ρυπαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόθος (Ι)].