ωμαχθής

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
ο βαρύς στους ώμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + -αχθής (< ἄχθος «βάρος») πρβλ. ἀνδραχθής].