ωμόσιτος

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τη Σφίγγα, επειδή έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) ωμοφάγος («Σφίγγ' ὠμόσιτον», Αισχύλ.)
2. (με παθ. σημ.) αυτός που τρώγεται ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -σιτος (< σῖτος) πρβλ. φιλόσιτος].