ωρολόγιον

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α
ὡρεῖον, σιταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡρεῖον «αποθήκη σιτηρών» + -λόγιον].
(II)
τὸ, ΜΑ
βλ. ωρολόγιο.