ωχρότητα

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

η / ὠχρότης, -ητος, ΝΜΑ ὠχρός
η ιδιότητα του ωχρού, χλομάδα, κιτρινάδα («κεχρωμένον ὠχρότητι», Γαλ.)
νεοελλ.
αποχρωματισμός, ξεθώριασμα.