πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
ο
1. απώλεια ή απλώς εξασθένηση του φυσικού χρώματος
2. εξάλειψη χαρακτηρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποχρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ι. Πύρλα].