αποχρωματισμός

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

Greek Monolingual

ο
1. απώλεια ή απλώς εξασθένηση του φυσικού χρώματος
2. εξάλειψη χαρακτηρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποχρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ι. Πύρλα].